- καταρχαιρεσιάζω
- κατ-αρχαιρεσιάζω,A beat in an election, esp. by unfair means, τινα Plu.CG11:—metaph. in [voice] Pass., to be corrupted as by office, Longin.44.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταρχαιρεσιάζω — (Α) 1. νικώ κάποιον στις εκλογές, ιδίως με άνομα μέσα 2. παθ. καταρχαιρεσιάζομαι διαφθείρομαι με δώρα, δεκάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρχαιρεσιάζω (< ἀρχαιρεσία «συνέλευση για εκλογή αρχών»)] … Dictionary of Greek
καταρχαιρεσιάζεσθαι — καταρχαιρεσιάζω beat in an election pres inf mp καταρχαιρεσιάζω beat in an election pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρχαιρεσιάσαντος — καταρχαιρεσιάζω beat in an election aor part act masc/neut gen sg καταρχαιρεσιάζω beat in an election aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)